- εκτατικός
- η , όν1) растягивающий, вытягивающий; разгибающий; 2) экстенсивный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτατικός — ή, ό (Α ἐκτατικός, ή, όν) νεοελλ. ο σχετικός με την έκταση («εκτατική επιφάνεια», «εκτατικοί ή εκτατήρες μύες») μσν. επίρρ. ἐκτατικῶς με έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό αρχ. 1. ο εκτείνων, αυτός που αναφέρεται στην έκταση 2. αυτός που έχει την… … Dictionary of Greek
ἐκτατικώτερον — ἐκτατικός given to lengthening adverbial comp ἐκτατικός given to lengthening masc acc comp sg ἐκτατικός given to lengthening neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτατικοί — ἐκτατικός given to lengthening masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτατικούς — ἐκτατικός given to lengthening masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτατικήν — ἐκτατικός given to lengthening fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτατικῶς — ἐκτατικός given to lengthening adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)